- τειχοδομια
- τειχοδομίαἡ Plut. = τείχισις См. τειχισις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τειχοδομία — η, ΝΜΑ [τειχοδόμος] η οικοδόμηση τείχους («παρασκευή τής τειχοδομίας») … Dictionary of Greek
τειχοδομίας — τειχοδομίᾱς , τειχοδομία building of walls fem acc pl τειχοδομίᾱς , τειχοδομία building of walls fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχοδομίαν — τειχοδομίᾱν , τειχοδομία building of walls fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՊԱՐՍՊԱՇԻՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0641 Chronological Sequence: 6c գ. τειχοδομία, τειχοποιΐα muri exstructio. Կառուցումն պարսպի. *Պարսպաշինութիւն՝ ասէ՝ յոգնագոյն ծախ ընչից գործէ. Պիտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)